εξαρθρώνομαι

εξαρθρώνομαι
εξαρθρώνομαι, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφύομαι — (αποθ.) (ΑΝ) φυτρώνω ανάμεσα αρχ. 1. αναβλαστάνω 2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.) 3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι 4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος) 5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν …   Dictionary of Greek

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • εκπαλέω — ἐκπαλέω (Α) (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι …   Dictionary of Greek

  • εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • εξάλλομαι — ἐξάλλομαι (Α) [άλλομαι] 1. πηδώ προς τα εμπρός («ἐμμεμαὼς [λέων] βαθέως ἐξάλλεται αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. τινάζομαι από τη θέση μου 3. (για ψάρι) πηδώ έξω από το νερό 4. (για μέλος τού σώματος) εξαρθρώνομαι 5. (για τροχό) τινάζομαι έξω από τον άξονα… …   Dictionary of Greek

  • εξορμίζω — (AM ἐξορμίζω) (για πλοίο) 1. οδηγώ από τον όρμο ή το λιμάνι στα ανοιχτά 2. μεσ. αποπλέω αρχ. 1. ρίχνω στη θάλασσα («ἐς πόντον ὅσα χρὴ νέκυσιν ἐξορμίζομεν» ρίχνουμε στη θάλασσα όσα πρέπουν στους νεκρούς, Ευρ.) 2. παθ. (για μέλος τού σώματος)… …   Dictionary of Greek

  • ξεχαρβαλώνω — 1. διαλύω με άτεχνο τρόπο αντικείμενο στα μέρη από τα οποία απαρτίζεται έτσι ώστε να μην ξαναφτειάχνεται 2. μέσ. ξεχαρβαλώνομαι εξαρθρώνομαι λόγω παλαιότητας ή κακού χειρισμού, δυσλειτουργώ, λειτουργώ κακώς 3. μτφ. διαταράσσω τον κανονικό ρυθμό… …   Dictionary of Greek

  • ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… …   Dictionary of Greek

  • παλέω — (Α) 1. φθείρομαι, καταστρέφομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε διαφθαρείη ἐπάλησεν ἐφθάρη. πεπαληκέναι ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι βεβλαμμέναι» 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος βεβλαμμένος» β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”